Έρευνα σε μεγάλο όγκο δεδομένων που διέρρευσαν αποκαλύπτει ότι χιλιάδες άνθρωποι εξαπατήθηκαν μέσω τηλεφωνικών κέντρων για να κάνουν «επενδύσεις» σε πλατφόρμες ψεύτικων συναλλαγών. Ένα τέτοιο τηλεφωνικό κέντρο στήθηκε και στην Κύπρο. Ήταν κομμάτι δικτύου με έδρα το Ισραήλ, η οποία φαίνεται να έβαλε στόχο 26.810 άτομα σε όλο τον κόσμο.
«Μου πήραν τα πάντα», δήλωσε μια Ισπανίδα αρχιτέκτονας, ηλικίας γύρω στα 40, μία από τα 26.810 θύματα, που έγιναν στόχος οργανωμένου δικτύου, το οποίο παρουσιαζόταν να πωλούσε επενδυτικές ευκαιρίες σε ιδιώτες σε όλο τον κόσμο. Οι πράξεις που έγιναν εκτιμάται ότι απέφεραν τουλάχιστον 230 εκατομμύρια ευρώ μεταξύ των ετών 2021 – 2024.
Χρησιμοποιώντας δημόσια μόνο τα αρχικά της, η IGP επιβεβαίωσε στους δημοσιογράφους ότι «επένδυσε» 400.000 ευρώ – κυρίως χρήματα από την πώληση γης που κληρονόμησε από τη μητέρα της. Έχασε τις οικονομίες μιας ζωής μέσα σε ένα μήνα σε αυτό που, όπως ομολογεί, αποδείχθηκε μια περίπλοκη απάτη.
Το δίκτυο λειτουργούσε κυρίως από την Κύπρο, το Ισραήλ, τη Βουλγαρία, την Ουκρανία, την Ισπανία και τη Βόρεια Μακεδονία, στοχεύοντας επίδοξους επενδυτές μέσα από τηλεφωνικά κέντρα που τους έπειθαν να κάνουν όλο και περισσότερες καταθέσεις. Η IGP νόμιζε ότι έβλεπε τις επενδύσεις της σε κρυπτονομίσματα να αυξάνονται σε μια πλατφόρμα συναλλαγών που τώρα αντιλαμβάνεται ότι ήταν ψεύτικη.
Περισσότερα από μισό εκατομμύριο εσωτερικά έγγραφα και επικοινωνίες διέρρευσαν γύρω από την εκτεταμένη επιχείρηση που φέρεται να εξαπάτησε χιλιάδες θύματα. Τα εξασφάλισαν δημοσιογραφικοί εταίροι από δεκάδες χώρες, ανάμεσα στους οποίους και το Δίκτυο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας της Κύπρου (CIReN). Μέχρι πέρυσι, η επιχείρηση φαίνεται να είχε «έδρα στην Κύπρο» και τηλεφωνικό κέντρο στη Λεμεσό.
Δεν φαίνεται να στοχοποιήθηκαν Κύπριοι – τα περισσότερα θύματα της εντοπίζονται στον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νότια Αφρική και τη Δυτική Ευρώπη.
Η Scam Empire είναι μια συλλογική έρευνα από την OCCRP, τη Σουηδική Τηλεόραση (SVT) και 30 άλλους δημοσιογραφικούς εταίρους από πολλές χώρες. Βασισμένη σε 1,9 terabytes δεδομένων που διέρρευσαν, η έρευνα αποκαλύπτει δύο ομάδες τηλεφωνικών κέντρων, που εδρεύουν κυρίως στο Ισραήλ, την Ευρώπη και τη Γεωργία. Οι υπάλληλοι στα τηλεφωνικά κέντρα έχουν πείσει τουλάχιστον 32.000 ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να κάνουν «επενδύσεις» συνολικού ύψους τουλάχιστον 263 εκατομμυρίων ευρώ, χρησιμοποιώντας πλατφόρμες ψεύτικων συναλλαγών. Η ομάδα που είχε δραστηριοποιηθεί στην Κύπρο φαίνεται να είχε στόχο 26.810 άτομα. Οι δημοσιογράφοι μίλησαν με 161 από τα θύματα, απ’ τα οποία 150 επιβεβαίωσαν ότι φέρεται να τους εξαπάτησαν αποσπώντας τους συνολικά 19,7 εκατομμύρια ευρώ. Ένα άτομο από αυτούς είπε στους δημοσιογράφους ότι ήταν ευχαριστημένος με την επενδυτική του εμπειρία στην πλατφόρμα συναλλαγών χωρίς άδεια.
Η Αστυνομία Κύπρου δεν απάντησε σε ερωτήσεις μέχρι την ώρα της δημοσίευσης.
Παγιδεύοντας τα θύματα
«Διαγνώστηκα με καρκίνο στα τέλη του 2021, καρκίνος του μαστού σε δύο σημεία. Υποβαλλόμουν σε χημειοθεραπεία και ταυτόχρονα πήρα διαζύγιο», είπε η IGP σε δημοσιογράφους του InfoLibre, εταίρου μας στην Ισπανία. «Έχω δύο κόρες [και] σκέφτηκα ότι ήταν καλή ιδέα να πουλήσω τη γη και να επενδύσω με άλλον τρόπο. Αλλά τώρα έμεινα χωρίς κανένα πλάνο.»
Ήταν τέλη Οκτωβρίου 2023 όταν η IGP είδε μια διαδικτυακή ανάρτηση που παρουσίαζε τον δημοφιλή Ισπανό παρουσιαστή Pablo Motos, να «αφήνει να του ξεφεύγει» κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης «ότι υπήρχαν κάποιοι τρόποι για να βγάλεις χρήματα: αν επένδυες 250€ σε μια πλατφόρμα, σιγά-σιγά θα γεννούσες περισσότερα χρήματα.»
Το βίντεο ήταν ψεύτικο. Παρόμοιες διαφημίσεις σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούσαν την εικόνα του δισεκατομμυριούχου της τεχνολογίας και συμβούλου της κυβέρνησης Τραμπ, Elon Musk, καθώς και του διάσημου ηθοποιού Ryan Reynolds, να προωθούν επενδυτικές ευκαιρίες.
Κάνοντας κλικ σε μια διαφήμιση, το θύμα οδηγείται σε μια σελίδα εκκίνησης, όπου του ζητείται να εισάγει τα προσωπικά του στοιχεία. Αυτό δημιουργεί ένα άμεσο πλεονέκτημα για συμβεβλημένους διαφημιστές, οι οποίοι πωλούν πληροφορίες σχετικά με δυνητικούς πελάτες σε συνδρομητές, συμπεριλαμβανομένων των τηλεφωνικών κέντρων που στοχεύουν σε θύματα.
Στην περίπτωση της IGP, ο συμβεβλημένος διαφημιστής ήταν η Zeus Media, μια εμπορική επωνυμία που εμφανιζόταν να λειτουργεί από μια εταιρεία που ονομάζεται Sierra Media Ltd, με έδρα τη Σόφια, πρωτεύουσα της Βουλγαρίας. Σύμφωνα με τα λογιστικά αρχεία που διέρρευσαν, η Zeus Media πληρώθηκε τουλάχιστον 1000 ευρώ για να πάρει τα στοιχεία της IGP.
Τα αρχεία δείχνουν ότι η εγγεγραμμένη στη Βουλγαρία Sierra Media πληρώθηκε περίπου 250.000 ευρώ από ένα από τα τηλεφωνικά κέντρα του δικτύου κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2023. Ένας άλλος διαφημιστής που ονομάζεται Cryp έβγαλε περισσότερα από 800.000 ευρώ, σύμφωνα με εσωτερικές αναφορές εξόδων, αλλά δεν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την ιδιοκτησία ή τη δικαιοδοσία στην οποία υπάγεται η Cryp. Διαπιστώθηκε ότι ορισμένες από τις εταιρείες μάρκετινγκ κέρδιζαν εκατομμύρια ευρώ ετησίως από τη συνεργασία τους με τους φερόμενους ως απατεώνες.
Οι διαφημιστές υπέγραψαν συμβόλαια με την EM Develop, η οποία φαίνεται να είναι η εταιρεία μάρκετινγκ για το κέντρο απάτης. Λειτουργεί με την επωνυμία Opulent Allies, έχει διεύθυνση στην Ουκρανία και στα αρχεία της εταιρείας αναφέρεται ως ιδιοκτήτης της, η Daryna Reznik. Όταν την προσέγγισαν οι δημοσιογράφοι, η μητέρα της Reznik επιβεβαίωσε ότι η κόρη της είχε πεθάνει το 2023 και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία εταιρεία.
Αν και η EM Develop βρίσκεται στην Ουκρανία, δεν είναι σαφές πού εδρεύουν οι υπεύθυνοι μάρκετινγκ. Οι συνομιλίες στο Telegram μεταξύ των μελών της ομάδας διεξάγονται στα εβραϊκά και στα αγγλικά, γεγονός που υποδεικνύει ότι μπορεί να προέρχονται ή να εδρεύουν στο Ισραήλ.
Η IGP ανέφερε ότι το τηλέφωνό της χτύπησε μερικά δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή που διαβίβασε το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο και τον αριθμό τηλεφώνου της. Στην άλλη άκρη της κλήσης ήταν ένας ισπανόφωνος «μεσίτης» που της είπε ότι το όνομά του ήταν Álvaro Enrique Álvarez και ότι είχε έδρα τη Γενεύη. «Μην ανησυχείτε γιατί θα σας βοηθήσουμε», θυμάται η IGP να της λέει.
Αρχικά έκανε μια πληρωμή 250 ευρώ με πιστωτική κάρτα, στη συνέχεια της δόθηκε εντολή να ανοίξει λογαριασμό στην πλατφόρμα κρυπτονομισμάτων Binance και να μετατρέψει τα χρήματα που είχε στην τράπεζά της σε Bitcoin, έτσι ώστε να μπορεί εύκολα να τα στείλει σε άλλο πορτοφόλι.
Οι δημοσιογράφοι διαπίστωσαν ότι οι απατεώνες ενθάρρυναν τα θύματα να δημιουργήσουν λογαριασμούς σε παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η Revolut, ή σε παρόχους ηλεκτρονικών πληρωμών, όπως η Wise, που δεν διέπονται από τόσο αυστηρές ρυθμίσεις όσο οι εμπορικές τράπεζες.
Η Revolut ανέφερε στους δημοσιογράφους σε ηλεκτρονικό μήνυμα ότι διαθέτει «μια εξελιγμένη γκάμα συστημάτων ανίχνευσης οικονομικού εγκλήματος, μεταξύ των οποίων συστήματα για τη δέουσα επιμέλεια των πελατών και την παρακολούθηση των συναλλαγών», καθώς και «αποδεδειγμένο ιστορικό ανίχνευσης περιπτώσεων οικονομικού εγκλήματος».
Η Wise δήλωσε ότι οι διαδικασίες επαλήθευσης, η παρακολούθηση των συναλλαγών και η απενεργοποίηση των λογαριασμών της «μας βοηθούν να αποτρέψουμε, να ανιχνεύσουμε και να σταματήσουμε πιθανές περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και κατάχρησης των υπηρεσιών μας».

Η IGP παρακολούθησε την επένδυση της να αυξάνεται σε μια πλατφόρμα που εμφανίζοταν νόμιμη, την TIG Capital. Παρέθετε μετοχές, forex, κρυπτογράφηση, νομίσματα και εμπορεύματα ως επιλογές. Οι λογαριασμοί υψηλότερων καταθέσεων έδειχναν καλύτερες αποδόσεις, οπότε η IGP έκανε οκτώ καταθέσεις. Αλλά όταν ζήτησε τεκμηρίωση, της έστειλαν απλώς ό,τι έβλεπε στην πλατφόρμα.
Η TIGCap ήταν μια από τις οκτώ «επωνυμίες» των πλατφορμών που χρησιμοποιούσε το δίκτυο, σύμφωνα με τα λογιστικά φύλλα πωλήσεων. Στις ιστοσελίδες αναφερόταν συνήθως ο ισχυρισμός ότι βρίσκονταν σε χρηματοπιστωτικά κέντρα, όπως το Λονδίνο και η Ζυρίχη, αλλά δεν συνδέονταν με καμία νόμιμη εταιρική οντότητα.
Η TIGCap κατονομάστηκε σε ποινική καταγγελία που υποβλήθηκε από ισπανό δικηγόρο για λογαριασμό περισσότερων από 70 θυμάτων. Η καταγγελία έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας και ερευνάται από τους εισαγγελείς. Στην καταγγελία το δίκτυο αποκαλείται «εγκληματική οργάνωση», αναφέρεται ότι «εξαπάτησε χιλιάδες Ισπανούς πολίτες» και ότι «διατηρεί μια σταθερή υποδομή για ξέπλυμα χρήματος μέσω ενός διεθνούς εταιρικού δικτύου».
Η TIGCap αποτελεί πλέον αντικείμενο προειδοποιήσεων που έχουν εκδοθεί από τις Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς του Καναδά, της Αυστραλίας και της Ισπανίας.
Ο Alvaro Enrique Alvarez επίσης καθοδήγησε την IGP να εγκαταστήσει το AnyDesk, ένα εμπορικό λογισμικό που επέτρεπε την εξ αποστάσεως πρόσβαση στο φορητό της υπολογιστή και τι υπάρχει στην οθόνη της.
Το AnyDesk, το οποίο συνήθως χρησιμοποιείται για την παροχή βοήθειας σε τεχνικά προβλήματα από απόσταση, έχει εγκαταστήσει προειδοποιήσεις για τις συνδέσεις που πραγματοποιούνται για πρώτη φορά, οι οποίες απαιτούν εξουσιοδότηση. Αλλά οι απατεώνες είναι επιδέξιοι στο να καθοδηγούν τα θύματά τους παρακάμπτοντας τις διασφαλίσεις, σύμφωνα με τον Matthew Caldwell, διευθυντή στρατηγικής της εταιρείας.
«Το παίρνουμε αυτό [τις απάτες απάτης] πολύ σοβαρά και βρισκόμαστε σε συνεχή επαφή με τις διωκτικές αρχές για να αποτρέψουμε τέτοιου είδους επιθέσεις», ανέφερε σε ηλεκτρονικό μήνυμα, προσθέτοντας ότι η εταιρεία σταματά τους ύποπτους λογαριασμούς σχεδόν αμέσως.
Όταν η πλατφόρμα έδειξε ότι οι επενδύσεις της έπεφταν, η IGP είπε ότι ο Alvarez την πίεσε να πάρει δάνειο 50.000 ευρώ από την τράπεζά της.
«Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχανα όλα τα χρήματα», αφηγήθηκε. «Τα πέρασα όλα αυτά μόνη μου, καθώς ήμουν πρόσφατα διαζευγμένη. Αν είχα συμβουλευτεί κάποιον… αλλά όλα έγιναν πολύ γρήγορα».
Σε διάστημα δύο εβδομάδων, τον Νοέμβριο του 2023, η IGP είχε στείλει περίπου 400.000 ευρώ στους απατεώνες.
Η Λιθουανή ψυχοθεραπεύτρια Kamilė Butkevičiūtė-Astrauskienė λέει ότι οι απατεώνες αναζητούν ένα τρωτό σημείο από τα θύματα τους για να το εκμεταλλευτούν. Ακολούθως ακολουθούν την τακτική του επείγοντος που μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους, οι οποίοι συνήθως λαμβάνουν σωστές αποφάσεις, σε εσφαλμένες αποφάσεις.
«Μπορεί να λένε “δεν σας πιέζω”, αλλά οι πράξεις και τα μηνύματά τους προκαλούν πίεση. Είναι μια πίεση για να ενεργήσετε γρήγορα. Ο απατεώνας πιθανότατα γνωρίζει ότι αν το άτομο κάνει ένα βήμα πίσω, πάρει χρόνο για να σκεφτεί ή -ακόμα καλύτερα- μιλήσει με κάποιον άλλον γι’ αυτό, θα παρατηρήσει τις ασυνέπειες και θα συνειδητοποιήσει ότι κάτι δεν πάει καλά», δήλωσε η Butkevičiūtė-Astrauskienė.
Το χρηματικό ποσό που έχασε η IGP επιβεβαιώνεται από τα αρχεία μιας βάσης δεδομένων που διέρρευσαν και αναφέρονται εσωτερικά ως Predator. Οι φερόμενοι ως απατεώνες χρησιμοποιούσαν τη βάση αυτή για να παρακολουθούν τα στοιχεία των θυμάτων, όπως ονόματα, επαφές, καταθέσεις, τελευταία επιτυχημένη κλήση, διεύθυνση IP και τελευταία online κατάσταση. Η IGP ήταν μόνο ένα από τα 26.810 άτομα που παρακολουθούσαν οι απατεώνες.
«Μόλις συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά ήταν μια απάτη, δύσκολο να την αντιληφθεί κανείς, πήγα στην αστυνομία και το κατήγγειλα», είπε. Αυτό έγινε τον Δεκέμβριο του 2023, μόλις δύο μήνες αφότου έκανε το κλικ στη διαφήμιση με τον Ισπανό παρουσιαστή.
Η IGP δήλωσε ότι η αστυνομία της είπε ότι το προφίλ της ως επαγγελματίας δεν ταιριάζει σε κάποιον που θα μπορούσε να εξαπατηθεί. Αλλά οι δημοσιογράφοι έχουν βρει θύματα από όλα τα στρώματα, όπως ένας χειρουργός, ένας πρώην αστυνομικός και ένας συνταξιούχος λογιστής.
Η αστυνομία είπε επίσης στην IGP ότι δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο φυσικό πρόσωπο για να κυνηγήσουν, αλλά ερευνούν τον λογαριασμό Binance, τον οποίο οι απατεώνες την έβαλαν να ανοίξει, που φαίνεται ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται.
Εκπρόσωπος της Binance δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η πλατφόρμα κρυπτονομισμάτων ανταποκρίθηκε σε σχεδόν 65.000 αιτήματα αρχών επιβολής του νόμου το 2024, αποτρέποντας πιθανές απώλειες 4,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων για 2,8 εκατομμύρια χρήστες από επιτήδειους και απατεώνες.
«Εργαζόμαστε σκληρά για να κρατήσουμε τους κακούς παράγοντες μακριά από την πλατφόρμα μας, συμπεριλαμβανομένων εκτεταμένων απαιτήσεων KYC (υποχρέωση επικαιροποίησης στοιχείων) για όλους τους χρήστες. Χρησιμοποιούμε επίσης εξελιγμένα εσωτερικά εργαλεία και εργαλεία τρίτων για τον εντοπισμό παράνομων δραστηριοτήτων. Όταν μαθαίνουμε για παράνομη συμπεριφορά, παρεμβαίνουμε και λαμβάνουμε τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης κεφαλαίων και της συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές για την επιστροφή κεφαλαίων στον νόμιμο ιδιοκτήτη τους», δήλωσε ο εκπρόσωπος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Αλλά η IGP λέει ότι δεν έχει ανακτήσει τίποτε από όσα έχασε.
«Προσπαθώ να μην μιλάω πολύ γι’ αυτό, να μην το θυμάμαι πολύ, γιατί δεν αισθάνομαι καλά», δήλωσε η IGP, προσθέτοντας ότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια και κατάσταση αναπηρίας.

«Κυπριακό Αρχηγείο»
Δεν είναι σαφές από πού καλούσε στην πραγματικότητα ο Alvaro Enrique Alvarez, ο «διαμεσολαβητής» της IGP, καθώς τα τηλεφωνικά κέντρα χρησιμοποιούν υπηρεσίες διαδικτυακής τηλεφωνίας (Voice over IP) που επιτρέπουν στους καλούντες να συγκαλύπτουν ή και να παραποιούν αριθμούς.
Αλλά τα φύλλα μισθοδοσίας που διέρρευσαν και τα μηνύματα Telegram μεταξύ των μελών του προσωπικού δείχνουν ότι υπήρχε ένα «κυπριακό αρχηγείο» και ένα τηλεφωνικό κέντρο με το παρατσούκλι «Tesla», το οποίο πιθανότατα βρισκόταν στο κτίριο Victory House στη Λεμεσό, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2024.
Στα αρχεία δαπανών αναφέρονταν περίπου 5.500 ευρώ σε έξοδα μετεγκατάστασης για «Μετακίνηση γραφείου από την CY στη Σόφια» κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το τηλεφωνικό κέντρο πιστεύεται ότι λειτουργεί πλέον από τη Βουλγαρία.
Ο οικονομολόγος Μιχάλης Φλωρεντιάδης αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις που λειτουργούν ως τηλεφωνικά κέντρα «θα πρέπει να βρίσκονται υπό ιδιαίτερα προσεκτικό έλεγχο, διότι είναι σχετικά εύκολο για έναν έμπειρο και καλά εκπαιδευμένο χειριστή τηλεφωνικού κέντρου να χειραγωγήσει και να εκμεταλλευτεί ένα ανυποψίαστο μέλος του κοινού». Προσθέτει ότι οι συνομιλίες των τηλεφωνικών κέντρων θα πρέπει να καταγράφονται και να αποθηκεύονται, ώστε να μπορούν να επιθεωρηθούν από τις ρυθμιστικές αρχές σε περίπτωση καταγγελίας.
Στα αρχεία που διέρρευσαν αναφέρονται επίσης πληρωμές για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας σε διευθυντή μιας κυπριακής εταιρείας, της Erynnis Limited, η οποία καταχωρήθηκε τον Δεκέμβριο του 2023.
Είναι δύσκολο να εντοπιστεί πού κατέληξαν τα χρήματα της IGP και άλλων θυμάτων. Αλλά τουλάχιστον ένα μέρος από αυτά διοχετεύθηκε σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα τυχερών παιχνιδιών, την οποία διαχειριζόταν μια εταιρεία του Κουρασάο με Κύπριο ιδιοκτήτη.
Πρόκειται για την Creative Alliance που καταχωρήθηκε στο Κουρασάο το 2022, με διευθύντρια την Κύπρια υπήκοο Θεανώ Ανδρέου. Το υλικό που διέρρευσε την προσδιορίζει επίσης ως τον πραγματικό ιδιοκτήτη. Δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία με την Ανδρέου για σχόλια.
Σύμφωνα με τα αρχεία εξόδων, η εταιρεία ξόδεψε 40.000 ευρώ για την άδεια του Κουρασάο για να λειτουργεί το διαδικτυακό στοιχηματικό εμπορικό σήμα Betplays, 29.000 ευρώ σε συνδεδεμένη εταιρεία μάρκετινγκ και κατέβαλε μηνιαία μισθοδοσία 70.000 ευρώ το 2022.
Η Creative Alliance έχει πλέον άδεια λειτουργίας στο Ανζουάν, ένα μικροσκοπικό νησί στο νοτιοδυτικό Ινδικό Ωκεανό. Η Betplays έχει μπει σε μαύρη λίστα από τις αρχές στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Ρουμανία, και η εμπορική επωνυμία έχει γίνει αντικείμενο πολλών καταγγελιών online παικτών που ισχυρίζονται ότι έχουν εξαπατηθεί και ότι δεν μπορούν να αποσύρουν τις καταθέσεις ή τα κέρδη τους.
Μια άλλη κυπριακή εταιρεία, η Prorole Enterprises Limited, έλαβε τουλάχιστον 127.000€ το 2023 και το 2024 από εταιρείες που διαχειρίζεται το δίκτυο, σύμφωνα με τα οικονομικά αρχεία που διέρρευσαν. Η Prorole ιδρύθηκε το 2016 από τον Keith Ioakim, έναν Νοτιοαφρικανό με ιστορικό εργασίας για εταιρείες εμπορικών συναλλαγών στην Κύπρο, στις οποίες είχαν επιβληθεί πρόστιμα ή είχαν απαγορευτεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου (ΕΚΚ). Τον Ιούλιο του 2021, o Ioakim μεταβίβασε την ιδιοκτησία της Prorole στην Κύπρια σύζυγό του.
Όταν επικοινώνησε με δημοσιογράφους, ο Ioakim επιβεβαίωσε ότι η Prorole παρείχε υπηρεσίες σε εταιρείες που αφορούσαν την απόκτηση χρηματοπιστωτικών αδειών της Νότιας Αφρικής για τη λειτουργία πλατφορμών συναλλαγών (δύο από τις πλατφόρμες είχαν άδεια στη Νότια Αφρική). Ισχυρίστηκε ότι η Prorole έλαβε συνολικά 202.552 ευρώ από τις εταιρείες, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή ή γνώση των εργασιών των πελατών της Prorole ή των δεσμών με δόλιες επενδυτικές πλατφόρμες. Ο Ioakim υποστήριξε επίσης ότι στις εταιρείες για τις οποίες εργαζόταν στο παρελθόν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες και είχαν επιβληθεί πρόστιμα για αδικήματα που συνέβησαν πριν ή μετά την πρόσληψή του και ότι ποτέ ο ίδιος δεν είχε κατηγορηθεί ή καταδικαστεί προσωπικά για κάποιο έγκλημα.
Καμία από τις εταιρείες της διαρροής δεν είχε άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου. Ωστόσο πολλά άτομα που συνδέονται με το δίκτυο είχαν εργαστεί στο παρελθόν για εταιρείες που είχαν αντιμετωπίσει διοικητικά πρόστιμα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου και σε ορισμένες περιπτώσεις τέθηκαν υπό ποινική έρευνα.
Ο πρώην πρόεδρος της ρυθμιστικής αρχής, Γεώργιος Χαραλάμπους, δήλωσε στο CIReN ότι τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Κύπρου μπορούν να αποδοθούν κυρίως στην αναποτελεσματική εποπτεία. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είπε, θα πρέπει να επιμείνει στον εποπτικό της ρόλο και όχι να θεωρηθεί ως οργανισμός επιχειρηματικής ανάπτυξης που εμπλέκεται σε δραστηριότητες προώθησης ή να λειτουργεί σε ένα σύστημα χαλαρών ελέγχων προκειμένου να προσελκύσει ξένες επιχειρήσεις.
Μεταξύ των καθηκόντων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι να παρέχει την κατάλληλη προστασία για τους μη ενημερωμένους επενδυτές, διασφαλίζοντας ότι όσοι συμμετέχουν σε αυτές τις αγορές εξηγούν κατάλληλα τους κινδύνους αυτών των επενδύσεων στους πελάτες τους και δεν εφαρμόζουν επιθετικές τεχνικές μάρκετινγκ ή ενοχλητικές (ψυχρές) κλήσεις, πρόσθεσε.
Ένας άλλος πρώην πρόεδρος, ο Μάριος Κληρίδης, δήλωσε στο CIReN ότι είναι όλο και πιο δύσκολο να παρακολουθούνται οι δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων λόγω της αύξησης των δικτύων ηλεκτρονικών απατών που χρησιμοποιούν ψεύτικους ιστότοπους και διαπιστευτήρια. Ανέφερε επίσης ότι οι διαφορές στις προτεραιότητες των ρυθμιστικών αρχών και των αρχών επιβολής του νόμου συγκεκριμένων χωρών προκαλούν επιπρόσθετες δυσκολίες στην εκτέλεση αποτελεσματικών διασυνοριακών ερευνών.
Σε δήλωση που έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εκπρόσωπος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δήλωσε στο CIReN ότι η ρυθμιστική αρχή «λαμβάνει εξαιρετικά σοβαρά υπόψη τις καταγγελίες για απάτη, εντός των επενδυτικών εταιρειών που εποπτεύει».
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς «συνεργάζεται στενά με άλλες ρυθμιστικές αρχές και ανταλλάσσει δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τους συμμετέχοντες στην αγορά», «αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διεξαγωγή ερευνών βάσει του νόμου και έχει στενή συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές στην Κύπρο και στο εξωτερικό», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.
Η ΕΚΚ δεν σχολίασε τις κυπριακές οντότητες που εντοπίστηκαν από τους δημοσιογράφους.