Οι αρχές του Τζέρσεϊ , ενός αυτοκυβέρνητου νησιού στη θάλασσα της Μάγχης που είναι εξαρτώμενο από το Βρετανικό Στέμμα, ερευνούν τον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Ρόμαν Αμπράμοβιτς σε σχέση με υποψίες για ξέπλυμα χρήματος, σύμφωνα με δικαστικά αρχεία που δείχνουν ότι εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια διακινούνταν μέσω ελβετικών τραπεζικών λογαριασμών.
Οι λεπτομέρειες της εν εξελίξει έρευνας αποκαλύπτονται σε μια σειρά αποφάσεων ελβετικού δικαστηρίου που εκδόθηκαν τον Μάιο και περιήλθαν στην κατοχή του OCCRP. Από αυτές φαίνεται επίσης ότι οι αρχές του Τζέρσεϊ υποπτεύονται ότι εταιρείες «υπό [τον] έλεγχό του» Αμπράμοβιτς παραβίασαν οικονομικές κυρώσεις. Με τις δικαστικές αποφάσεις οι ελβετικές αρχές έλαβαν άδεια να παράσχουν τραπεζικές πληροφορίες στις αρχές του Τζέρσεϊ.
Παράλληλα, αξιωματούχοι στην Κύπρο δήλωσαν στο CIReN ότι διαβίβασαν πληροφορίες σχετικά με εταιρείες που συνδέονται με την έρευνα κατόπιν αιτήματος των αρχών του Τζέρσεϊ.
Η Kobre & Kim, δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τον Αμπράμοβιτς, δήλωσε ότι ο πελάτης της δεν έχει κατηγορηθεί για κανένα έγκλημα στο Τζέρσεϊ και «αρνείται κάθε κατηγορία για αδίκημα». Η δικηγορική εταιρεία αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των ελβετικών δικαστικών αποφάσεων.
«Ο πελάτης μας δεν ήταν διάδικος σε αυτές τις διαδικασίες και δεν υποβλήθηκε καμία αναφορά εκ μέρους του», δήλωσε η εταιρεία στο OCCRP. «Για τον λόγο αυτό, δεν είναι σε θέση να απαντήσει».
Οι λεπτομέρειες της έρευνας του Τζέρσεϊ, οι οποίες περιγράφονται στις ελβετικές αποφάσεις, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά από το περιοδικό Gotham City τον Ιούνιο.
Στις ελβετικές δικαστικές αποφάσεις γίνεται λόγος για έναν επιχειρηματία που αναφέρεται μόνο ως «G», αλλά περιλαμβάνουν πληροφορίες για το ιστορικό, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών συναλλαγών, που επέτρεψαν στους δημοσιογράφους να ταυτοποιήσουν με βεβαιότητα τον Αμπράμοβιτς με τον επιχειρηματία “G”.
Οι λεπτομέρειες συμπίπτουν με την πολυδιαφημισμένη πώληση της ρωσικής πετρελαϊκής εταιρείας Sibneft, ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων, από τον Αμπράμοβιτς το 2005. Τα έσοδα καταβλήθηκαν σε λογαριασμούς εταιρειών που ελέγχονται από δύο οντότητες με έδρα το Τζέρσεϊ, σύμφωνα με τις ελβετικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατες αποφάσεις ελβετικού δικαστηρίου, οι εισαγγελείς στο Τζέρσεϊ υποψιάζονται ότι ο «G» έκανε «πληρωμές για χρηματισμό» τη δεκαετία του 1990 για να διατηρήσει τον έλεγχο μιας ρωσικής εταιρείας. Σύμφωνα με αυτές τις δικαστικές αποφάσεις, τα έσοδα από την επακόλουθη πώληση της εν λόγω εταιρείας ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατατέθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς εταιρειών που συνδέονται με τον ίδιο.
Ξεχωριστά, ένας Άγγλος δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου αποφάνθηκε το 2012 ότι ο Αμπράμοβιτς προέβη σε «σημαντικές πληρωμές σε μετρητά» τη δεκαετία του 1990 για να αποκτήσει απαραίτητη πολιτική προστασία και επιρροή, ένα είδος υποστήριξης γνωστό ως “krysha” (ή «στέγη»), που του επέτρεψε να διατηρήσει τον έλεγχο της Sibneft.
Οι δικηγόροι του Αμπράμοβιτς δήλωσαν στο OCCRP ότι η αγγλική απόφαση “δεν κάνει καμία διαπίστωση ότι ο πελάτης μας παραβίασε οποιονδήποτε νόμο σε σχέση με τις επιχειρηματικές του συναλλαγές και δεν υπήρξε καμία υπόνοια κατά την υπεράσπιση του πελάτη μας ότι η απόκτηση της σχετικής οντότητας επιτεύχθηκε μέσω διαφθοράς. Οποιαδήποτε υπόνοια περί του αντιθέτου είναι παραπλανητική, ψευδής και δυσφημιστική”.
Σε αίτημα συνδρομής προς τις ελβετικές αρχές, οι εισαγγελικές αρχές του Τζέρσεϊ δήλωσαν ότι υποψιάζονται ότι «εταιρείες που τελούν έμμεσα υπό τον έλεγχο του G» παραβίασαν τη νομοθεσία του Τζέρσεϊ πραγματοποιώντας συναλλαγές και παρέχοντας χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μετά την επιβολή κυρώσεων σε βάρος του στις 10 Μαρτίου 2022.
Το Τζέρσεϊ, μαζί με άλλες δικαιοδοσίες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, επέβαλε κυρώσεις στον Αμπράμοβιτς για τη σχέση του με το Κρεμλίνο μετά την ολομέτωπη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Το Τζέρσεϊ ορίζει τους δικούς του νόμους, αλλά εξαρτάται από το Ηνωμένο Βασίλειο για την άμυνα και τα θέματα εξωτερικών υποθέσεων.
Το γραφείο του γενικού εισαγγελέα του Τζέρσεϊ δήλωσε ότι «δεν είναι σε θέση να σχολιάσει έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη». Το γραφείο του γενικού εισαγγελέα της Ελβετίας επιβεβαίωσε ότι είχε εκτελέσει αίτημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής από το Τζέρσεϊ, αλλά αρνήθηκε να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες.
Από τις ελβετικές δικαστικές αποφάσεις προκύπτει πώς οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς το 2023 και το 2024 διέταξαν μια ελβετική τράπεζα να παραδώσει αρχεία που αφορούν τρεις εταιρείες εγγεγραμμένες στην Κύπρο, τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και το Τζέρσεϊ. Κάθε εταιρεία αμφισβήτησε το δικαστικό διάταγμα στην υπόθεσή της, αλλά τον Μάιο ένα ελβετικό ποινικό δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές τους.
Οι επακόλουθες προσφυγές των τριών εταιρειών στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ελβετίας κρίθηκαν απαράδεκτες.
Η δικηγορική εταιρεία MME, η οποία εκπροσωπεί τις τρεις μη κατονομαζόμενες εταιρείες που αμφισβήτησαν τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών των τραπεζικών λογαριασμών, δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό.
Στις ελβετικές αποφάσεις αναφέρονται περισσότερες από 20 εταιρείες και πέντε καταπιστεύματα (trusts), μεταξύ των οποίων και αρκετά εγγεγραμμένα στην Κύπρο.
Το γραφείο τύπου της Αστυνομίας Κύπρου επιβεβαίωσε ότι οι πληροφορίες δόθηκαν στις αρχές του Τζέρσεϊ, αλλά πρόσθεσε: «Δεν μπορούν να αποκαλυφθούν περαιτέρω πληροφορίες αυτή τη στιγμή, καθώς η έρευνα συνεχίζεται».
Αξιωματούχος των αρχών επιβολής του νόμου στην Κύπρο, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί επειδή δεν είχε την άδεια να μιλήσει στα μέσα ενημέρωσης, χαρακτήρισε τα αιτήματα της Τζέρσεϊ ως «εκτεταμένα».
«Αποστείλαμε πολύ υλικό», δήλωσε ο αξιωματούχος στο CIReN, το κυπριακό κέντρο-μέλος του OCCRP.
Η Τζέρσεϊ έλαβε πληροφορίες σχετικά με «το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, αρχεία εταιρειών από τον υπεύθυνο μητρώου και αρχεία για καταπιστεύματα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου», δήλωσε ο αξιωματούχος.